- τριταιογενής
- τρῐτ-αιογενής, ές,A produced by tertian fever,
ἀλγήματα Hp.Coac.120
. Adv. -νῶς ib.299.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀλγήματα Hp.Coac.120
. Adv. -νῶς ib.299.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριταιογενής — ές, Α αυτός που προέρχεται από τριταίο πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριταῖος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυρι γενής] … Dictionary of Greek
τριταιογενῆ — τριταιογενής produced by tertian fever neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριταιογενής produced by tertian fever masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριταιογενής produced by tertian fever masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριταιογενῶς — τριταιογενής produced by tertian fever adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek